Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ый αναπόφευκτος

См. также в других словарях:

  • αναπόφευκτος — η, ο [αποφεύγω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποφύγει, αναπότρεπτος …   Dictionary of Greek

  • αναπόφευκτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς, αναπότρεπτος: Η σύγκρουση ανάμεσα στους ισχυρούς του κόσμου δεν είναι αναπόφευκτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαραίτητος — η, ο (AM ἀπαραίτητος, ον) [παραιτούμαι] αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • πανάφυκτος — πανάφυκτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) εντελώς αναπόφευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄφυκτος «αναπόφευκτος»] …   Dictionary of Greek

  • Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… …   Dictionary of Greek

  • άφευκτος — η, ο (AM ἄφευκτος, ον) [φευκτός] αναπόφευκτος …   Dictionary of Greek

  • άφυκτος — ἄφυκτος, ον (Α) 1. αφεύγατος, αναπόφευκτος 2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές 3. ο ανίκανος να διαφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

  • αδιάδραστος — ἀδιάδραστος, ον (AM) [διαδιδράσκω] αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, άφευκτος, αναπόφευκτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να ξεφύγει, βέβαιος, ασφαλής …   Dictionary of Greek

  • αδιάφευκτος — η, ο [διαφεύγω] αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να διαφύγει κανείς, ο αναπόφευκτος, αναπόδραστος …   Dictionary of Greek

  • ακαμπής — ( ούς), ές (Α ἀκαμπής) άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος αρχ. 1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος «ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f) 2. σταθερός, ανυποχώρητος 3. αναπόφευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμπὴς < κάμπτω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»