-
1 неизбежный
-
2 неизбежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαναπόφευκτος, άφευκτος• αναπότρεπτος•это -о αυτό είναι αναπόφευκτο•
-ая смерть αναπόφευκτος θάνατος.
|| απαραίτητος, μόνιμος. -
3 неизбежно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неизбежно
-
4 неотвратимо
αναπόφευκτα, αναπότρεπτα-ость το άφευκτο, το αναπόφευκτο-ый άφευκτος, αναπόφευκτοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неотвратимо
-
5 неизбежностьый
неизбежность||ыйприл ἀναπόφευκτος, ἀναπόδραστος. -
6 неминуемый
неминуемыйприл ἀναπόφευκτος, ἀναπόδραστος. -
7 неотвратимый
неотвратимыйприл ἀναπόδραστος, ἀναπότρεπτος, ἀναπόφευκτος, ἄφευκτος. -
8 обреченность
обреченн||остьж ὁ ἀναπόφευκτος χαμός, τό ἀναπόφευκτο τέλος:чувство \обреченностьости αἰσθάνομαι καταδικασμένος, αίσ-θάνομαι τόν ἀναπόφευκτο χαμό (μου). -
9 неизбежный
[νιιξμπιέζνυΐ] εκ. αναπόφευκτος -
10 неминуемый
[νιμινούιμυΐ] εκ. αναπόφευκτος -
11 неотвратимый
[νιατβρατίμυϊ] εκ. αναπόδραστος, αναπόφευκτος -
12 неизбежный
[νιιξμπιέζνυϊ] επ αναπόφευκτος -
13 неминуемый
[νιμινούιμυϊ] επ αναπόφευκτος -
14 неотвратимый
[νιατβρατίμυϊ] επ αναπόδραστος, αναπόφευκτος -
15 верный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно1. πιστός•верный друг πιστός φίλος•
верный слуг πιστός υπηρέτης•
-ая жена πιστή σύζυγος•
верный своим убеждениям πιστός στις ιδέες του.
2. σίγουρος•верный способ σίγουρος τρόπος.
3. αληθινός, -θής, πραγματικός, σωστός, ακριβής•-ое изображение πραγματική απεικόνιση•
-ое решение задачи σωστή λύση του προβλήματος•
верный перевод πιστή μετάφραση.
4. αναπόφευκτος•-ая гибель αναπόφευκτη (σίγουρη) καταστροφή.
5. αλάθευτος, -θητος•-ая рука σίγουρο χέρι.
-
16 неминуемый
επ., βρ: -уем, -а, -оαναπόφευκτος, άφευκτος, αναπότρεπτος. -
17 неотвратимый
επ., βρ: -тим, -а, -оάφευκτος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος• μοιραίος. -
18 непредотвратимый
επ., βρ: -тим, -а, -о; αναπότρεπτος, άφευκτος, αναπόφευκτος. -
19 фатальный
επ., βρ: -лен, -льна, -о (γραπ, λόγος) μοιραίος•-ое совпадение μοιραία σύμπτωση.
|| αναπόφευκτος.
См. также в других словарях:
αναπόφευκτος — η, ο [αποφεύγω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποφύγει, αναπότρεπτος … Dictionary of Greek
αναπόφευκτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς, αναπότρεπτος: Η σύγκρουση ανάμεσα στους ισχυρούς του κόσμου δεν είναι αναπόφευκτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαραίτητος — η, ο (AM ἀπαραίτητος, ον) [παραιτούμαι] αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα 2.… … Dictionary of Greek
πανάφυκτος — πανάφυκτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) εντελώς αναπόφευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄφυκτος «αναπόφευκτος»] … Dictionary of Greek
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek
άφευκτος — η, ο (AM ἄφευκτος, ον) [φευκτός] αναπόφευκτος … Dictionary of Greek
άφυκτος — ἄφυκτος, ον (Α) 1. αφεύγατος, αναπόφευκτος 2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές 3. ο ανίκανος να διαφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… … Dictionary of Greek
αδιάδραστος — ἀδιάδραστος, ον (AM) [διαδιδράσκω] αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, άφευκτος, αναπόφευκτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να ξεφύγει, βέβαιος, ασφαλής … Dictionary of Greek
αδιάφευκτος — η, ο [διαφεύγω] αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να διαφύγει κανείς, ο αναπόφευκτος, αναπόδραστος … Dictionary of Greek
ακαμπής — ( ούς), ές (Α ἀκαμπής) άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος αρχ. 1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος «ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f) 2. σταθερός, ανυποχώρητος 3. αναπόφευκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμπὴς < κάμπτω] … Dictionary of Greek